- νεοσσοποιία
- νεοσσο-ποιία, [dialect] Att. [pref] νεοττ-, ἡ,A hatching, Dsc.2.56.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νεοσσοποιία — νεοσσοποιΐα και αττ. τ. νεοττοποιΐα, ἡ (Α) [νεοσσοποιώ] το να επωάζει η όρνιθα τα αβγά της, το κλώσσημα … Dictionary of Greek
νεοσσοποιίας — νεοσσοποιίᾱς , νεοσσοποιία hatching fem acc pl νεοσσοποιίᾱς , νεοσσοποιία hatching fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττοποιίαν — νεοσσοποιίᾱν , νεοσσοποιία hatching fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νεοττοποιία — νεοττοποιΐα, ἡ (Α) (αττ. τ.) βλ. νεοσσοποιία … Dictionary of Greek